ὑπεραύξησις

ὑπεραυχέω-ῶ

ὑπεραυχής
ὑπερ·αυχέω-ῶ, s’enorgueillir à l’excès, Thc. 4, 19 ; DC. 57, 12, etc.
Étym. ὑπεραυχής.