ὑπερϐαρής

ὑπερϐαρύς

ὑπέρϐασαν
ὑπερ·ϐαρύς, εῖα, ύ [] c. le préc. Hpc. Art. 811 ; Gal. 9, 204.
Étym. ὑ. βαρύς.