ὑπερϐατῶς

ὑπερϐεϐλημένως

Ὑπερϐερεταῖος
ὑπερϐεϐλημένως, adv. d’une manière excessive ou extraordinaire, Arstt. Nic. 3, 10, 4.
Étym. ὑπερϐάλλω.