ὑπερϐήῃ

ὑπερϐιάζομαι

ὑπερϐιϐάζω
ὑπερ·ϐιάζομαι, contraindre par la violence, Thc. 2, 52 ; Jos. A.J. 9, 10, 2 ; Phil. 2, 328.