Ὑπέρϐιος

ὑπερϐιόω-ῶ

ὑπερϐλαστάνω
ὑπερ·ϐιόω-ῶ (seul. part. ao. fém. ὑπερϐιώσασα) survivre, Pol. 23, 18, 2.