ὑπερϐλαστάνω

ὑπερϐλαστής

ὑπερϐλήδην
ὑπερ·ϐλαστής, ής, ές, qui croît avec trop de force ou d’abondance, Th. C.P. 1, 20, 6.
Étym. ὑ. βλαστάνω.