ὑπερϐλύζω

ὑπέρϐλυσις

ὑπερϐοάω-οῶ
ὑπέρϐλυσις, εως () [ῠσ] débordement, surabondance, Suid. vo Καλλισθένης.
Étym. ὑπερϐλύζω.