ὑπερϐολικός

ὑπερϐολικῶς

Ὑπέρϐολος
ὑπερϐολικῶς, adv. d’une manière excessive, exagérée, Pol. 2, 62, 9 ; 5, 22, 2 ; Plut. M. 668b ||
Cp. -ώτερον, Pol. 7, 12, 8.