ὑπέρδουλος

ὑπερδύναμος

ὑπερδυναμόω-ῶ
ὑπερ·δύναμος, ος, ον [ῠᾰ] extrêmement puissant, Thém. 8b.
Étym. ὑ. δύναμαι.