ὑπερέκκειμαι

ὑπερέκκρισις

ὑπερεκπαίω
ὑπερ·έκκρισις, εως, () [ρῐ] sécrétion excessive, A. Tr. 3, 204.
Étym. ὑ. ἐκκρίνω.