Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι-οῦμαι
ὑπερένδοξος
ὑπερ·εμφορέομαι-οῦμαι,
se gorger de,
gén.
Luc.
D. mer.
6, 3 ;
abs.
Luc.
Sat.
32
.