ὑπερεξαίρω

ὑπερεξακισχίλιοι

ὑπερεξαπατάω-ῶ
ὑπερ·εξακισχίλιοι, αι, α, au delà de six mille, Dém. 1375, 16 ; Jos. A.J. 17, 2, 4.