ὑπερικόν

ὑπερικταίνομαι

ὑπερινάω
ὑπερ·ικταίνομαι (seul. impf. 3 pl. ὑπερικταίνοντο) aller en hâte ou vivement, s’empresser, Od. 23, 3.
Étym. ὑπέρ, ἱκνέομαι.