ὑπερκαθίζω

ὑπέρκαιρος

ὑπερκαίω
ὑπέρ·καιρος, ος, ον, qui vient trop tard, Ath. 613c citant Xén. Ages. 5, 1 ; mais dans le texte de Xén. l. c. ὑπὲρ καιρόν.
Étym. ὑ. καιρός.