ὑπερκαίω

ὑπερκαλλής

ὑπέρκαλος
ὑπερ·καλλής, ής, ές, d’une beauté extraordinaire, Xén. Cyr. 5, 1, 18 ; DC. 53, 28.
Étym. ὑ. κάλλος.