ὑπερκενόω-ῶ

ὑπερκέρασις

ὑπερκεράω-ῶ
ὑπερκέρασις, εως () [] débordement des ailes ou d’une aile d’une armée, Pol. 1, 27, 5, etc.
Étym. ὑπερκεράω.