ὑπέρμεγας

ὑπερμεγέθης

ὑπερμεγέθως
ὑπερ·μεγέθης, ης, ες, d’une grandeur démesurée, énorme, Hdt. 2, 175 ; 4, 191, etc. ; Xén. Cyr. 7, 3, 17, Mem. 1, 4, 8 ; Plut. Rom. 16, etc. ; fig. Xén. Cyr. 1, 6, 8 ; Dém. 330, 12 ; 684, 4 ; 1059, 2 ||
Sup. ὑπερμεγεθέστατος, Jos. A.J. 12, 2, 8 ||
E Ion. ὑπερμεγάθης, Hdt. ll. cc.
Étym. ὑ. μέγεθος.