ὑπερμενέω

ὑπερμενής

Ὑπερμένης
ὑπερ·μενής, ής, ές, très fort, très puissant, Il. 2, 116 ; 8, 236 ; 17, 362, etc. ; Od. 13, 205 ; 12, 62 ; 20, 222.
Étym. ὑ. μένος.