ὑπερμεγέθως

ὑπερμεθύσκομαι

ὑπερμενέτης
ὑπερ·μεθύσκομαι (inf. ao. ὑπερμεθυσθῆναι) s’enivrer au delà de toute mesure, Hdt. 2, 121 ; Héraclide cum. (Ath. 145d).