ὑπέρνοια

ὑπέρνοος-ους

ὑπερνοσέω-ῶ
ὑπέρ·νοος-ους, οος-ους, οον-ουν, au-dessus de l’intelligence, Procl. Inst. theol. c. 115, p. 168.
Étym. ὑ. νόος.