ὑπερόγκως

ὑπεροειδής

ὑπεροιδαίνω
ὑπερο·ειδής, ής, ές, qui ressemble à un pilon, Hpc. Art. 782, 834 ; Gal. 18, 1, 336 et 3, 758.
Étym. ὕπερον, εἶδος.