ὑπεροιδάω-ῶ

ὑπεροικέω-ῶ

ὑπεροικοδομέω-ῶ
ὑπερ·οικέω-ῶ, habiter ou résider au-dessus de ou au delà de, gén. Hdt. 4, 13, 21, 37 ; Str. 253, 326 ; acc. Hdt. 7, 113 ; Paus. 4, 35, 5 ; Luc. Alex. 9.