ὑπεροικοδομέω-ῶ

ὑπέροικος

ὑπεροικτείρω
ὑπέρ·οικος, ος, ον, qui habite au-dessus, c. à d. au delà de, gén. Hdt. 4, 7.
Étym. ὑ. οἰκέω.