ὑπεροχυρόω-ῶ

ὑπεροψία

ὑπέροψις
ὑπεροψία, ας () mépris, dédain de, gén. Thc. 1, 84 ; Isocr. 178d, etc. ; abs. hauteur, arrogance, Lys. 128, 42 ; Isocr. 283c, etc.
Étym. ὑπερόψομαι.