ὑπερορμαίνω

ὑπερορμάομαι-ῶμαι

ὑπερόρνυμαι
ὑπερ·ορμάομαι-ῶμαι (ao. ὑπερωρμήθην) c. le préc. Apollin. Ps. 82, 29.