ὑπερπετής

ὑπερπέτομαι

ὑπερπήγνυμι
ὑπερ·πέτομαι, c. ὑπερίπταμαι, Arstt. H.A. 5, 5, 13 ; 8, 12, 4 ; DS. 4, 51 ; Anth. 5, 259, etc.