ὑπεξαίρεσις

ὑπεξαιρετέος

ὑπεξαιρέω-ῶ
ὑπεξαιρετέος, α, ον, vb. d’ὑπεξαιρέω, Hpc. 595, 41 ; au neutre, Clém. 894 ; Phil. 1, 362, 399, 521.