ὑπεξαιρέω-ῶ

ὑπεξακρίζω

ὑπεξαλέομαι
ὑπ·εξ·ακρίζω, conduire sur les hauteurs, Eur. Bacch. 678.
Étym. ὑ. ἐξ, ἄκρος.