ὑπεξευρίσκω

ὑπεξέχω

ὑπεξίστημι
ὑπ·εξέχω (seul. ao. 2 ὑπεξέσχον) sortir secrètement, Hdt. 5, 72 ; 6, 74 ; 8, 132 ; DC. Exc. p. 14, 43.