ὑφόρμισις

ὑφορμιστήρ

ὕφορμος
ὑφορμιστήρ, ῆρος, adj. m. : λᾶας, Opp. H. 4, 421, pierre qui retient du bas (litt. qui jette l’ancre).
Étym. ὑφορμίζομαι.