ὑφηγητήρ

ὑφηγητής

ὑφηγητικός
ὑφηγητής, οῦ ()
1 guide, indicateur, Soph. O.C. 502 ; O.R. 966, 1260 ||
2 maître, précepteur, Plut. Dem. 5.
Étym. ὑφηγέομαι.