ὑποϐαίνω

ὑποϐάκχειος

ὑπόϐακχος
ὑπο·ϐάκχειος, ου () s. e. πούς, pied d’une brève et de deux longues (⏑ ‒ ‒) t. de métr. DH. Comp. t. 5, p. 111, 5 ; 117, 4.