ὑποϐδύλλω

ὑποϐεϐηκότως

ὑποϐένθιος
ὑποϐεϐηκότως, adv. peu à peu, Ocell. 1, 14, 2 ; Nicom. Arithm. p. 135, 32.
Étym. ὑποϐαίνω.