ὑποϐιϐασμός

ὑποϐιϐαστικός

ὑποϐιϐρώσκω
ὑποϐιϐαστικός, ή, όν [ϐῐ] qui fait évacuer par le bas, purgatif, Orib. 120 Matthäi.
Étym. ὑποϐιϐάζω.