ὑποϐινητιάω-ῶ

ὑπόϐλαισος

ὑποϐλαστάνω
ὑπό·ϐλαισος, ος, ον, un peu tortu ou cagneux, Arstt. Inc. an. 16, 1.
Étym. ὑ. βλαισός.