ὑποϐορϐορύζω

ὑπόϐραγχος

ὑποϐραχεῖν
ὑπό·ϐραγχος, ος, ον, au cp. ὑποϐραγχότερος, légèrement enroué, Hpc. 415, 34.
Étym. ὑ. βράγχος.