ὑποχαλάω-ῶ

ὑποχαλινίδιος

ὑπόχαλκος
ὑπο·χαλινίδιος, α, ον [ᾰῑνῐδ] qui tient au frein par-dessous : ἡ ὑποχαλινιδία (s. e. ἡνία) Xén. Eq. 7, 1, le bridon.
Étym. ὑ. χαλινός.