ὑποχαράσσω

ὑποχαροπός

ὑποχάσκω
ὑπο·χαροπός, ός, όν [] légèrement azuré, Xén. Cyn. 5, 23 ; Dicéarq. (Clém. 26) ; Ptol. Tetr. p. 144, 7.