ὑποχρέμπτομαι

ὑπόχρεος

ὑπόχρεως
ὑπό·χρεος, ος, ον (seul. pl. nom. ὑπόχρεοι, Pol. 9, 29, 7, et acc. ὑποχρέους, DH. 4, 10) c. le suiv.