ὑποδειμαίνω

ὑπόδειξις

ὑποδειπνέω-ῶ
ὑπόδειξις, εως () action de montrer, indication, avis, Plut. Demetr. 38 ; Nicom. Arithm. p. 111, 19.
Étym. ὑποδείκνυμι.