ὑποδέρκομαι

ὑποδερματῖτις

ὑποδερμίς
ὑποδερματῖτις, ίτιδος () [ᾰῑῐδ] sorte de maladie des chevaux, qui se développe sous la peau, Hippiatr. p. 12, 9 ; 186, 31, etc.
Étym. ὑ. δέρμα.