ὑπόδριμυς

ὑποδρομέω-ῶ

ὑποδρομή
ὑποδρομέω-ῶ (pf. 3 sg. dor. ὑποδεδρόμακεν []) c. ὑποτρέχω, avec l’acc. Sapph. 2, 10.