ὑποδηματοποιός

ὑποδηματορράφος

ὑποδῃόω-ῶ
ὑποδηματο·ρράφος, ου () [ᾰᾰ] qui coud des chaussures, cordonnier, Syn. p. 117a.
Étym. ὑ. ῥάπτω.