ὑπόϐρωμος

ὑπόγαιος

ὑπογαμέω-ῶ
ὑπό·γαιος, ος, ον, souterrain, Hdt. 2, 100, 148 ; 4, 200 ; Eschl. fr. 55 ; Paus. 2, 18, 6 ; 3, 25, 5 ; Spt. Jer. 45, 11, etc. ; τὸ ὑπ. Hdn 1, 15, 13, le souterrain.
Étym. ὑ. γῆ ; cf. ὑπόγειος.