ὑπογείνομαι

ὑπόγειος

ὑπόγεισος
ὑπό·γειος, ος, ον, c. ὑπόγαιος, Plat. Ax. 371a ; Th. (Ath. 61e) ; Pol. 34, 10, 4 ; Plut. M. 779f ; Luc. Philops. 34, etc. ; τὸ ὑπ. Plut. M. 770e, etc. chambre souterraine.