ὑπόγλωσσον

ὑπόγλωσσος

ὑπογνάμπτω
ὑπό·γλωσσος, ος, ον, un peu bavard, au cp. -ότερος, Polém. Physiogn. 1, 13.
Étym. ὑ. γλῶσσα.