ὑπογυμνόω-ῶ

ὑπόγυος

ὑπόγυρος
ὑπό·γυος, ος, ον, c. ὑπόγυιος, Hpc. 1225, etc. ; Xén. Cyr. 6, 1, 43 ; Arstt. Œc. 2, 7, etc. ||
Cp. -ώτερος, Dém. ; sup. -ώτατος, Dém.
Étym. pour la formation cf. ἀμφίγυος et ἔγγυος.