ὑποκάπτω

ὑποκάρδιος

ὑποκαρόω-ῶ
ὑπο·κάρδιος, ος, ον, qui est au fond du cœur, Thcr. Idyl. 11, 15 ; 20, 17 ; Nonn. Jo. 6, 58 ; 15, 28.
Étym. ὑ. καρδία.