ὑποκαταϐαίνω

ὑποκαταϐάλλω

ὑποκαταγγέλλω
ὑπο·καταϐάλλω (seul. ao. 2 poét. 3 sg. ὑποκάϐϐαλε) renverser sous, jeter sous, dat. Q. Sm. 10, 484.