ὑποκατακλίνω

ὑποκατάκλισις

ὑποκαταλείπω
ὑποκατάκλισις, εως () [λῐ] acte de condescendance, concession, Plut. M. 58d ; Hld. 10, 25.
Étym. ὑποκατακλίνω.